χέλυον
Смотреть что такое "χέλυον" в других словарях:
χέλυο — το / χέλυον, ΝΑ [χέλυς, υος] το όστρακο τής χελώνας, κν. γνωστό σήμερα ως καύκαλο ή καβούκι, καθώς και με την εμπορική ονομασία ταρταρούγα … Dictionary of Greek
χέλυο — το / χέλυον, ΝΑ [χέλυς, υος] το όστρακο τής χελώνας, κν. γνωστό σήμερα ως καύκαλο ή καβούκι, καθώς και με την εμπορική ονομασία ταρταρούγα … Dictionary of Greek